κολακικος

κολακικος
    κολακικός
    κολᾰκικός
    3
    Plat., Polyb. = κολακευτικός См. κολακευτικος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κολακικος" в других словарях:

  • κολακικός — κολακικός, ή, όν (Α) [κόλαξ] 1. κολακευτικός («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», Πολ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακική (ενν. τέχνη) η κολακεία. επίρρ... κολακικώς (AM) κολακευτικώς …   Dictionary of Greek

  • κολακικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακικά — κολακικός neut nom/voc/acc pl κολακικά̱ , κολακικός fem nom/voc/acc dual κολακικά̱ , κολακικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακικώτερον — κολακικός adverbial comp κολακικός masc acc comp sg κολακικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακικῶν — κολακικός fem gen pl κολακικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακικόν — κολακικός masc acc sg κολακικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακικοῖς — κολακικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακικοί — κολακικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακικοῦ — κολακικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακικούς — κολακικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακικωτέρου — κολακικός masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»